- καιροσκοπῶν
- καιροσκοπέωpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καιροσκοπισμός — ὁ [καιροσκόπος] η τακτική τών καιροσκόπων, οι οποίοι μεταβάλλουν θέσεις και αρχές ανάλογα με τις περιστάσεις για να εξυπηρετούν ιδιοτελή συμφέροντα … Dictionary of Greek